- τρίβος
- η, ΝΜΑ και τρίβος, ὁ, Α1. πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῡ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ)2. (γενικά) δρόμοςαρχ.1. δρόμος που έχει πατηθεί2. τριβή, προστριβή («τρίβος κρηπῑδος», Αρετ.)3. η κοιλότητα που προέρχεται από τριβή («τρίβον ἑωυτῇ πεποιημένη», Ιπποκρ.)4. η εμπειρία που αποκτάται από την συνεχή ενασχόληση με κάτι («τρίβον λαμβάνω» — συνηθίζω σε κάποιον τόπο ή συνηθίζω ένα πράγμα, Ιπποκρ.)5. το σημείο όπου τρίβεται ο επίδεσμος6. σωματική άσκηση7. χρονοτριβή, βραδύτητα («παλιμμήκη χρόνον τιθεῖσαι τριβαῖσιν κατέξαινον ἄνθος Ἀργείων», Αισχύλ.)8. μτφ. τρόπος ζωής («ἐς πὰσαν ἀκρασίας τρίβον», Προκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω. Ο τ. απαντά και ως αρσ., αλλά και συνηθέστερα ως θηλ., πιθ. κατά το ὁδός].
Dictionary of Greek. 2013.